- κογχυλευτική
- κογχῠλ-ευτική, ἡ,A trade of murex-fishing, ibid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κογχυλευτικαῖς — κογχυλευτική trade of murex fishing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κογχυλευτικῆς — κογχυλευτική trade of murex fishing fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κογχυλευτικός — κογχυλευτικός, ή, όν (AM) [κογχυλευτής] 1. αυτός που ανήκει στην αλιεία κοχυλιών ή είναι κατάλληλος γι αυτήν 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κογχυλευτική η τέχνη τής αλιείας κοχυλιών … Dictionary of Greek